«Σώσον, Μπένυ, (Βενιζέλος), τον λαόν σου και ευλόγησον την χρεοκοπίαν μας, νίκας τοις τραπεζίταις κατά Ελλήνων δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Ευρού σου, πολίτευμα».
Είναι γνωστό πως τον τελευταίο καιρό η αξιοπρέπεια του Έλληνα και της Ελλάδας έχει δεχτεί υβριστικά πλήγματα που έχουν θίξει όλες τις ιστορικές αξίες και παραδόσεις του ελληνισμού. Η πλειοψηφία δε αυτών των προκλήσεων προέρχονται από γερμανικής πλευράς, βάζοντας σε σοβαρό σκεπτικισμό όσους υποστήριζαν πάντα ότι η θέση της Ελλάδας είναι στην Δύση και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν καλά την γερμανική ψυχολογία και το κυριότερο πόσοι έχουν ζήσει στην χώρα αυτή, αλλά δεν θα έπρεπε καθόλου να μας ξενίζει αυτή η προσβλητική συμπεριφορά αν γνωρίζαμε κάποια βασικά πράγματα για την σύγχρονη Γερμανία καθώς και για την νέα Ευρωπαϊκή Ένωση που σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με τις προσδοκίες όλων όσων πίστεψαν στο ευρωπαϊκό όραμα. Πράγματι όλα αυτά ήταν αναμενόμενα για όσους έχουν γνωρίσει από κοντά την γερμανική και γενικότερα την σύγχρονη ευρωπαϊκή ψυχοσύνθεση. Κατ’ αρχή δεν πρέπει να αγνοούμε βασικά πράγματα όπως ότι η διαμόρφωση της Ευρώπης άρχισε ουσιαστικά με τον Κάρολο τον Μέγα, τον μεγάλο ήρωα της γερμανικής ιστορίας και τον άνθρωπο που διέστρεψε για πρώτη φορά τόσο βάναυσα τα χριστιανικά δόγματα. Ο σχολαστικισμός, ο διαφωτισμός και ο πολυδιαφημιζόμενος εκσυγχρονισμός, που κατέρριψε κάθε ορθόδοξη θρησκευτικότητα στο όνομα της «προόδου», της «ελευθερίας» και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», έφερε το τεράστιο σύγχρονο ψυχολογικό αδιέξοδο που συχνά καταφεύγει στην λατρεία των ψυχολογικών ναρκωτικών, στους αλλεπάλληλους περιφερειακούς πολέμους, (για όσους γνωρίζουν την γερμανική ψυχοσύνθεση δεν τους ξενίζει καθόλου ότι η χώρα αυτή αιματοκύλισε για δυο φορές την ανθρωπότητα ), προς κατανάλωση των πολεμικών υλικών και τον πολιτισμό του χρηματιστηριακού χάους. Είναι χαρακτηριστικό το δόγμα του ΔΝΤ για τις χώρες που έρχεται να «σώσει» : «No people no problem».
Η σύγχρονη Γερμανία του εικοστού πρώτου αιώνα, (η χώρα που έρχεται πρώτη στην πορνογραφική βιομηχανία), είναι η αποθέωση της αθεΐας, η αποθέωση ενός ανθρώπινου μηχανιστικού μοντέλου χωρίς αισθήματα, χωρίς καμία ευαισθησία, χωρίς καμία αίσθηση ανθρωπιάς, προτάσσοντας μόνο το οικονομικό συμφέρον σαν την συνταγή της απόλυτης επιτυχίας. Είναι χαρακτηριστικό πως αν κάποιος σήμερα κάνει ένα συνηθισμένο ζάπινγκ στα μεγάλα γερμανικά κανάλια σε ώρες μεγάλης τηλεθέασης, θα καταλάβει και το δικό μας μιμητικό πολιτιστικό κατάντημα. Τηλεπαρουσιάστριες που λες και έχουν βγει όλες από ένα και μοναδικό καλούπι της «καλαίσθητης λεπτής κολώνας», εκπομπές που αποθεώνουν το ξεχείλωμα της ανθρωπινής υπόστασης και την αποθέωση της γαστριμαργικής βιομηχανίας, μια πλημμυρίδα εκπόρνευσης των πάντων και της οικογένειας που έχει τελείως και με τον νόμο διαλυθεί, είναι μερικά από τα πιο γνώριμα χαρακτηριστικά. Μια αρρωστημένη αίσθηση του καθήκοντος που μπορεί να οδηγήσει στα μεγαλύτερα και πιο στυγνά εγκλήματα τα οποία θα αξιολογηθούν σαν… προγράμματα επιτυχίας και… ανάπτυξης. Πίσω δε από όλα αυτά έρχονται και τα ψυχολογικά απωθημένα, (που τόσο ωραία είχε αναλύσει κάποτε ο γερμανόφωνος Καρλ Γιούγκ), της λατρείας του Αχώρ, δηλαδή του γερμανικού δαίμονα που πρέπει να είναι ο επικυρίαρχος σε όλους τους «κατώτερους» λαούς οι οποίοι θα πρέπει να τον υπηρετούν.
Ακόμα και το παγκόσμιοποιητικό μοντέλο που λανσάρει την ανάμειξη πολλών πολιτιστικών παραδόσεων όχι όμως στις χώρες από όπου ξεχύνονται με οργανωμένα κυκλώματα οι λαθρομετανάστες, αλλά στις χώρες που έχουν ακόμα μια κάποια ενιαία εθνοθρησκευτική σύσταση, είναι άλλο ένα όπλο για την διάβρωση όσων θα μπορούσαν να προτάξουν κάποια αντίσταση σε όλα αυτά τα σχέδια της νεογερμανικής νεοταξικής ελίτ. Δεν υπήρχε ανάγκη πλέον να επιβληθούν δια του πολέμου. Την ίδια δουλειά την έκανε πολύ καλύτερα η εκ των έσω υπονόμευση. Το περίεργο δε, δεν είναι ότι όλα αυτά ισχύουν στην σύγχρονη γερμανική πραγματικότητα, αλλά το ότι και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί ή τα ακολουθούν σαν υποχείρια και δορυφορικά υποκατάστατα, είτε τυφλωμένοι από την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούν να είναι συνεταίροι σε τέτοιου είδους επικυριαρχία.
Όσον αφορά την χώρα μας, ήταν αυτή που θα έπρεπε να αποτελέσει το «φωτεινό παράδειγμα» της επιβολής της νεογερμανικής επικυριαρχίας που θα άρχιζε από την οικονομική υποδούλωση για να προχωρήσει στην εθνική υποδούλωση και στη συνέχεια και στην ψυχολογική εξόντωση κάθε κατάλοιπου του πολύ ενοχλητικού ορθόδοξου ελληνικού ψυχολογικού υποστρώματος. Για να γίνει όμως η Ελλάδα το «φωτεινό παράδειγμα» θα έπρεπε να υπάρξει και μια προδοτική πολιτική ελληνική ηγεσία. Αυτή θα υπηρετούσε πιστά όλες αυτές τις «πολιτιστικές αξίες» του νεογερμανισμού, που είναι η συνεπής συνέχεια της Γερμανίας του Καρόλου του Μέγα, του Φρειδερίκου της Πρωσίας, του Βίσμαρκ και του Χίτλερ. Και θα ήταν έτοιμη να παραδώσει τον ελληνικό λαό σαν ολοκαύτωμα στις γερμανικές επιδιώξεις.
Όλα αυτά ίσως για πολλούς θεωρηθούν ακραία και ίσως ρατσιστικά. Σε όλους αυτούς θα τους πρότεινα να παρακολουθήσουν κάποιες χαρακτηριστικές συνεδριάσεις της γερμανικής βουλής όπου ακουστήκαν με ένα πρωτόγνωρο μίσος τόσο προσβλητικά λόγια για την Ελλάδα και τους Έλληνες, όσα δεν είχαν ακουστεί σε όλη την σύγχρονη ιστορία του ελληνισμού. Παίρνοντας σαν παράδειγμα την ελληνική προδοτική πολιτική ηγεσία, που στην ουσία την χρησιμοποιούν για να επιτύχουν τους στόχους τους, δημιούργησαν στην γερμανική κοινή γνώμη την αντίληψη ότι οι Έλληνες είναι οι Εβραίοι της σύγχρονης Ευρώπης και ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί κατά της χώρας μας η ίδια τακτική αφανισμού, σε άλλη βέβαια διάσταση.
Όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό, ξαναζούμε την εποχή των παραμονών της κατάρρευσης της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, (για τους ευρωλιγούρηδες το Βυζάντιο), καθώς επιδιώκεται η μετατροπή της Ελλάδας σε Ελλαδιστάν. Και τότε κάποιοι στην Δύση ήθελαν να μας σώσουν για να μας εξαφανίσουν. Το ίδιο γίνεται και τώρα. Δηλαδή σωτηρία μέσω του αφανισμού των Ελλήνων και της Ελλάδας. Και τότε μια προδοτική ομάδα οδήγησε την αυτοκρατορία στον αφανισμό και στη οθωμανική κατοχή. Και τώρα μια προδοτική ομάδα οδηγεί τον ελληνικό λαό στον γκρεμό.
Όλα αυτά όμως με μια μικρή διαφορά. Σήμερα οι αντιφάσεις των κατακτητών είναι πολύ μεγαλύτερες από την εποχή της πτώσης της Κωνσταντινούπολης και οι «λύκοι», ένεκα της άμετρης τους απληστίας, έφτασαν στο σημείο να είναι έτοιμοι να κατασπαράξει ο ένας τις σάρκες του άλλου. Γι’ αυτό και τρέχουν και δεν προλαβαίνουν να σώσουν αυτά που οι ίδιοι δημιούργησαν. Άλλωστε η επανάληψη στην ιστορία των κατακτητών, στην πραγματικότητα δεν είναι φάρσα, αλλά μια ασύλληπτη τραγωδία.
Νικος Χειλαδάκης
Δημοσιογράφος Συγγραφέας Τουρκολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου