Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Ασπάστηκε το χριστιανισμό ο Μωάμεθ ο Πορθητής;


ΜΕΧΜΕΤ  ΦΑΤΙΧ (Μωάμεθ ο Πορθητής)

Ο Μωάμεθ είχε γεννηθεί, μεγαλώσει και ανατραφεί, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε το ελληνικό πνεύμα μαζί με ένα ιδιαίτερο μυστικιστικό ισλαμισμό, καθαρά ανορθόδοξο, παράλληλα με τις ορθόδοξες μυστηριακές καταβολές της Μικράς Ασίας. Λέγεται ότι λάτρευε την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μελετούσε ότι είχε σχέση με τον μεγάλο στρατηλάτη. Οι σύμβουλοι που τον περιστοίχιζαν, από την πρώτη περίοδο της ανόδου του στην εξουσία της νέας αυτοκρατορίας, ήταν οι περισσότεροι Έλληνες, ή εξισλαμισμένοι Έλληνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Έλληνας στρατηγός Ζαγανός, τον οποίο αργότερα ο Μωάμεθ τον έκανε πρωθυπουργό . Ο Ζαγανός ήταν αυτός, που παρότρυνε τον Μωάμεθ μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όταν είχε αρχίσει η πολιορκία της βασιλεύουσας, να εφορμήσει και να καταλάβει την πόλη επανιδρύοντας, όπως διακήρυττε, την αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλέξανδρου, ενώ οι εκ γενετής Οθωμανοί μουσουλμάνοι αξιωματούχοι του Μωάμεθ, όπως ο Τσανταρλή ο βεζίρης, είχαν την άποψη ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι για την τελική έφοδο και κατάληψη της Πόλης. Τελικά ο Μωάμεθ άκουσε τον Ζαγανό, ενώ ο Τσανταρλής εκτελέστηκε μετά την άλωση της Πόλης.
Ένα ενδιαφέρον σημείο από την προσωπική ιστορία του Μωάμεθ, ήταν η μητέρα του. Η επικρατούσα τουρκική άποψη για την  μητέρα του Μωάμεθ ήταν ότι πάντως δεν ήταν μουσουλμάνα, αλλά χριστιανή. Αλλά το ίδιο υποστηρίζεται και για την αρχή της ίδιας της Οθωμανικής δυναστείας. Η επίσημη δυναστική παράδοση αναφέρει ότι ο ίδιος γενάρχης των Οσμανλίδων, ο Οσμάν, παντρεύτηκε κόρη Δερβίση, δηλαδή μη ορθόδοξου μουσουλμάνου που έγινε μητέρα του Ορχάν, δηλαδή η αρχή της ίδια της αυτοκρατορίας δεν έχει σχέση με το κανονικό ορθόδοξο Ισλάμ. Η ίδια η μητέρα του Μωάμεθ ήταν χριστιανή ορθόδοξη, ενώ ο ίδιος ο Μωάμεθ, όπως αναφέρουν τα στοιχεία της εποχής, δεν πρέπει να ήταν ορθόδοξος μουσουλμάνος, αλλά αλεβίτης. Και γι’ αυτό δεν ήταν τυχαίο ότι έδειχνε μεγάλη προτίμηση σε οτιδήποτε περσικό και σε όλες τις δοξασίες του Σιϊτισμού.
Τον 15ο αιώνα ο Μωάμεθ όταν άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της αυτοκρατορικής κυριαρχίας του, παράλληλα με το ενδιαφέρον του για κάθε τι το περσικό, έδειχνε και μεγάλο πάθος για τις χριστιανικές αρχές και την θρησκεία του Χριστού. Σαν μεγάλο κατηχητή του στις αρχές αυτές, είχε τον ίδιο τον πρώτο Οικουμενικό Πατριάρχη, μετά την άλωση, τον Γεννάδιο. Οι στενές σχέσεις του Γενναδίου με τον Μωάμεθ, ενίσχυσαν τις φήμες πως ο Σουλτάνος είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό, ή τουλάχιστον λάτρευε παράλληλα με την θρησκεία του Προφήτη και τη χριστιανική ορθοδοξία.  Ο ίδιος ο Μωάμεθ μάλιστα είχε παρακαλέσει τον Πατριάρχη Γεννάδιο να καταγράψει το αποτέλεσμα των μακρών θεολογικών συζητήσεων που είχαν οι δυο άντρες,  στο μοναστήρι της Παμμακάριστου, όπου ο Μωάμεθ μόνος επισκέπτονταν συχνά τον Πατριάρχη. Ο Γεννάδιος τότε κατέγραψε τις σχετικές συζητήσεις σε ένα βιβλίο με τίτλο «Περί της μόνης οδού προς την σωτηρία των ανθρώπων». Το σύγγραμμα αυτό μεταφράστηκε και στα τουρκικά και ήταν ένα από τα βιβλία κατήχησης του Μωάμεθ του Πορθητή.
Ο Μωάμεθ ήταν αυτός που είχε βοηθήσει τον Γεννάδιο να ανέβει στον πατριαρχικό θρόνο και γι' αυτό οι σχέσεις τους ήταν κάτι παραπάνω από σχέση συνομιλητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την στέψη του Πατριάρχη, ο Σουλτάνος και Πορθητής είχε σηκωθεί από τον θρόνο του, γεγονός μεγάλη σημασίας  για την εποχή, για να υποδεχτεί τον αρχηγό τον ορθοδόξων χριστιανών και να τον συγχαρεί για το αξίωμα που έπαιρνε. Επειδή η μητέρα του Μωάμεθ ήταν συνειδητή χριστιανή, είχε επηρεάσει για πολύ καιρό και σε μεγάλο βαθμό τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Πορθητή. Λέγεται ότι από την  πιο τρυφερή ηλικία του, είχε μάθει την προσευχή του «Πάτερ ημών» και μερικές ακόμα χριστιανικές προσευχές. Συνεπώς οι σχέσεις του με την ορθοδοξία δεν ήταν απλώς σε ένα επίπεδο περιέργειας και ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, αλλά κάτι παραπάνω και πολλοί αναφέρουν ότι παρά το ότι ήταν επίσημα Μουσουλμάνος, εκφράζονταν συχνά, σαν Χριστιανός ορθόδοξος.
Αυτό μαρτυρεί και ο σύγχρονος του ιστορικός, ο Κατακουζηνός Θεόδωρος Σπαντουνής, αυτόπτης μάρτυρας, ο οποίος αναφέρει ότι στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μωάμεθ είχε εγκαταστήσει στα προσωπικά του διαμερίσματα ένα ολόκληρο χριστιανικό εικονοστάσι με κανδήλια και κεριά. Παράλληλα είχε παραγγείλει στον Ιταλό ζωγράφο Τζεντίλε Μπελίνι, να κάνει το πορτρέτο του, κάτι όπου ήταν τελείως αντίθετο στις ισλαμικές πεποιθήσεις περί απαγόρευσης απεικονίσεως προσώπων και παράλληλα και το πιο εντυπωσιακό, να κάνει και το πορτρέτο της Παναγιάς με τον Χριστό στην αγκαλιά της . Σε όλα αυτά κατά τον Κατακουζηνό, συνέβαλε  ότι την παιδική του ηλικία ο Μωάμεθ την πέρασε απομονωμένος με την μητέρα του στην  Μαγνησία, ανατρεφόμενος αποκλειστικά με χριστιανικό ορθόδοξο τρόπο. Είναι γνωστό πως η μητέρα του Μωάμεθ είχε παντρευτεί τον σουλτάνο Μουράτ και εκείνη την εποχή μια γυναίκα που παντρεύονταν αλλόθρησκο διατηρούσε την θρησκεία της.
Την ίδια περίοδο ένα άλλος βυζαντινός λόγιος, ο γνωστός φιλόσοφος,  Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, που είχε επηρεαστεί από αυτή την στάση του Μωάμεθ, είχε πάρει το θάρρος και του έστειλε κάποιες επιστολές τονίζοντας πως δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ του Ισλάμ και της Ορθοδοξίας, ενώ προέτρεπε τον Μωάμεθ να ενοποιήσει τις δυο θρησκείες και να γίνει ο κήρυκας της κοινής θρησκείας. Ο Τραπεζούντιος ήξερε ότι απευθύνονταν σε ένα Αλεβίτη κρυπτοχριστιανό και όχι σε ένα στερεότυπο Σουνίτη Μουσουλμάνο, γι' αυτό και έγραψε αυτές τις επιστολές . 
  
Ο Φατίχ χρησιμοποιούσε τον τίτλο σαν «Κύριος των Δυο Στεριών, Ρούμελης και Ανατολής και των Δυο Θαλασσών, Μεσογείου και Μαύρης Θάλασσας».  Ήταν ένας πολεμιστής με δίψα για παγκόσμια επιβολή, ταυτόχρονα και ένας άνθρωπος ανεκτικός και πολιτισμένος. Έχοντας διορίσει τον Γεννάδιο, Πατριάρχη των ορθόδοξων, τον πρόσταξε να συνθέσει μια πραγματεία που θα συνόψιζε τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας. Στο παλάτι του δέχονταν ουλεμάδες, (θεολόγους μελετητές του Κορανίου), σε καθορισμένες ημέρες της εβδομάδας για να κατηχηθεί στα κηρύγματα τους. Δέχονταν στην αυλή του ακόμα και ουμανιστές και Έλληνες λόγιους. Όλα αυτά τον κατέτασσαν για πολλούς στην ίδια κατηγορία με τους σύγχρονους του ηγεμόνες της Αναγέννησης στην Δύση, αν και οι σύγχρονοι Τούρκοι ιστορικοί τον θεωρούν σαν ένα γνήσιο Μουσουλμάνο, Γαζή, πολέμαρχο, όπου χρησιμοποιούσε την εξουσία του για να μεταστρέψει το κράτος του στην ισχυρότερη αυτοκρατορία του κόσμου.
Ας δούμε τι γράφει συγκεκριμένα για τον Μωάμεθ ο μεγάλος Τούρκος ιστορικός, Χαλίλ Ινανλτσίκ, στο έργο του, «Η Οθωμανική αυτοκρατορία» :  «Έχει υποστηριχθεί ότι ο Μωάμεθ ο πορθητής ενδιαφέρθηκε ενεργά για τον πολιτισμό της Δύσης και ειδικότερα για την ιταλική αναγέννηση και για τον λόγο αυτό συναναστρέφονταν συχνά με χριστιανούς. Οπωσδήποτε ο Μωάμεθ ήταν το πιο ανοιχτό μυαλό από κάθε άλλο σουλτάνο και δέχονταν να συναντηθεί με ανθρώπους διαφορετικών θρησκειών και να ανταλλάσσει τις απόψεις του με αυτούς.  Προκειμένου να γνωρίσει από την αρμοδιότερη πηγή τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας, πρόσταξε τον πατριάρχη Γεννάδιο να γράψει μια πραγματεία για τον Χριστιανισμό. Παράλληλα συγκέντρωσε στο παλάτι του διάφορους Έλληνες και Ιταλούς λόγιους, όπως ο Γεώργιος Αμιρούτσης, ο Κριτόβουλος ο Ίμβριος και ο Κυριάκος ο Αγκωνίτης. Παράγγειλε στον Αμιρούτση να του κάνει ένα παγκόσμιο χάρτη και φρόντισε για την μετάφραση της γεωγραφίας του Πτολεμαίου, ενώ έφτιαξε μέσα  στο παλάτι του μια μεγάλη βιβλιοθήκη με κλασικά ελληνικά και λατινικά συγγράμματα. Τίμησε πλουσιοπάροχα τον ζωγράφο Τζεντίλε Μπελίνι, τον οποίο έφερε από την Βενετία για να στολίσει τους τοίχους του Σαραγιού με μεταλλικές νωπογραφίες και να φτιάξει το πορτρέτο του. Ο γνωστός τότε λόγιος Μπερλινγκέρι, σκόπευε να χαρίσει την «Γεωγραφία» του στον Μεχμέτ (Μωάμεθ), όπως και ο Ρομπέρτο Βαλιούρο την «Στρατιωτική τέχνη» του ενώ ο Τζιοβάνι Μαρία Φιλέλφο έγραψε το έργο «Εν απιστία Αμυρίς», με το  οποίο εγκωμιάζει τον Πορθητή».

Πιο ενδιαφέρουσα  είναι η άποψη για τον Μωάμεθ τον πορθητή, του Βρετανού μελετητή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Lord Kinros, όπως αναγράφεται στο έργο του «Οθωμανική Αυτοκρατορία». Αναφέρει λοιπόν ο έγκυρος Βρετανός ιστορικός τα εξής : «Ο Αυτοκράτορας έδειχνε να έχει αρκετά καλές διαθέσεις έναντι των Ελλήνων της Πόλης οι οποίοι αντιπροσώπευαν την μεγαλύτερη, πλουσιότερη και πιο καλλιεργημένη μη μουσουλμανική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Αντιλήφθηκε πολύ καλά ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα κεφάλαιο για την αυτοκρατορία του, με την δεξιότητα τους γύρω από τη βιομηχανία, το εμπόριο και τη ναυτιλία, στα οποία οι Τούρκοι υστερούσαν σημαντικά. Κατά την διάρκεια των σπουδών του είχε αποκτήσει πολλές γνώσεις γύρω από την ελληνική ιστορία, κλασική και βυζαντινή. Μπορεί ακόμα να είχε και ελληνικό αίμα στις φλέβες του από την χριστιανή μητέρα του. Έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση για την μητριά του, κατά το ήμισυ Σέρβα  και το άλλο ήμισυ Ελληνίδα, χήρα του Μουράτ, την αρχόντισσα Μάρα, ( η οποία σημειωτέον είχε θεωρηθεί μετά τον θάνατο του συζύγου της σαν πιθανή νύφη για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο)». 
    
Έτσι ο Μωάμεθ δεν χρειάστηκε πολλά χρόνια για να δώσει στην ελληνική εκκλησία ένα νέο Πατριάρχη. Ο τελευταίος κάτοχος του πατριαρχικού θρόνου είχε φύγει στην Ιταλία, το 1451 και έτσι θεωρήθηκε παραιτημένος. Η προτίμηση του σουλτάνου στράφηκε προς τον μοναχό Γεννάδιο, ή διαφορετικά Γεώργιο Σχολάριο, ένα έξοχο λόγιο. Ο Γεννάδιος είχε πρωτοστατήσει εναντίον της ένωσης της ελληνικής εκκλησίας με την ρωμαϊκή, μια τελευταία προσπάθεια για την εξασφάλιση δυτικής βοηθείας προς την Πόλη και επομένως ήταν απίθανο να συνωμοτήσει με τους χριστιανούς της Δύσης. Όταν αναζητήθηκε από τον σουλτάνο, ανακαλύφθηκε ότι είχε μεταφερθεί από το μοναστικό κελί του σαν αιχμάλωτος όταν έγινε η κατάληψη και βρίσκονταν σκλάβος στην κατοχή κάποιου πλούσιου Τούρκου, ο οποίος έχει εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του. Αφού εξαγοράστηκε οδηγήθηκε με μεγάλο σεβασμό στον Μωάμεθ, ο οποίος τον μεταχειρίστηκε επίσης με μεγάλο σεβασμό. Τον έπεισε να δεχτεί τον πατριαρχικό θρόνο και συζήτησε μαζί του τους όρους του καθεστώτος που θα εφαρμόζονταν για την ορθόδοξη κοινότητα της νέας αυτοκρατορίας. Το καθεστώς αυτό όριζε για τους ορθόδοξους τέτοιες εγγυήσεις, ώστε να τους εξασφαλίσει τις βασικές τουλάχιστον ελευθερίες στην διαχείριση των δικών τους υποθέσεων.
 Με τον Γεννάδιο ο Μωάμεθ ανέπτυξε πολύ φιλικές σχέσεις συζητώντας μαζί του φιλικά πάνω σε θεολογικά ζητήματα. Ο Μωάμεθ επιδείκνυε αξιοσημείωτο ενδιαφέρον για την χριστιανική θρησκεία, μέσα στα πλαίσια της αναζήτησης της γνώσης που τον διέκρινε. Κατόπιν επιθυμίας του ο Γεννάδιος έκανε μια έκθεση για το ορθόδοξο δόγμα, η οποία μεταφράστηκε και στην  οθωμανική γλώσσα. Η κατάσταση αυτή είχε δημιουργήσει στην Δύση ευσεβείς ελπίδες ότι ο Σουλτάνος μπορούσε να αναδειχτεί σε ένα πανίσχυρο προστάτη του χριστιανισμού. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ένας ξακουστός φιλέλληνας, ο Φραγκίσκος  Φίλφελος, έγραψε στον Πορθητή παρακαλώντας τον να ελευθερώσει την πεθερά του, Ιταλίδα χήρα ενός Έλληνα φιλοσόφου η οποία είχε συλληφθεί μέσα στον Πόλη, απευθύνοντας του μάλιστα την θερμή επιθυμία να ενώσει την χριστιανική θρησκεία. Λέγεται δε ότι και ο Πάπας Νικόλαος ο V, είχε προσευχηθεί για τον προσηλυτισμό του Σουλτάνου μετά από κατάλληλη κατήχηση, η οποία ακολούθησε μια υποτιθέμενη ανταλλαγή επιστολών στις οποίες ο Μωάμεθ αναφερόμενος στον εαυτό σαν τον διάδοχο και εκδικητή του Έκτορα, έκανε νύξη για μια τέτοια πιθανότητα. Λίγο Αργότερα ο Πάπας Πίος ο ΙΙ, φοβούμενος μήπως ο σουλτάνος ανταποκρινόμενος στο ορθόδοξο δόγμα προσηλυτιστεί, του έγραψε διερμηνεύοντας την ανωτερότητα  και αλήθεια του καθολικού δόγματος, και τον πρότεινε να βαπτιστεί ώστε να γίνει κάτω από την προστασία του Πάπα, ο μεγαλύτερος χριστιανός άρχοντας της οικουμένης. Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη ένας Έλληνας φιλόσοφος, ο Γεώργιος Αμιρούτζης, έγραψε μια μελέτη για τον σουλτάνο για να δείξει ότι υπήρχε κοινό έδαφος μεταξύ του Ισλάμ και του χριστιανισμού, με εισήγηση να ενωθούν σε μια θρησκεία, ή τουλάχιστον η μια να αναγνωρίσει την άλλη σαν αδελφή.
Είναι γεγονός πως η αυλή του Μωάμεθ στην Κωνσταντινούπολη αποτελούνταν κυρίως από Έλληνες εξισλαμισμένους, όπως άλλωστε και των περισσότερων σουλτάνων, ένα γεγονός που έχει κάνει πολλούς ιστορικούς να ισχυριστούν ότι ουσιαστικά η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν δημιούργημα εξωμοτών παρά των εκ γενετής  μουσουλμανικής καταγωγής.  Ο Μωάμεθ όμως επιχείρησε μια σημαντική καινοτομία που τον έκανε διαφορετικό από τους προγόνους του, ακόμα και από τον πατέρα του τον Μουράτ. Ενώ οι προηγούμενοι σουλτάνοι αναμειγνύονταν και έτρωγαν κοντά με τους υπηκόους τους, αυτός εγκατέλειψε αυτή την τακτική και γευμάτιζε μόνος του απομακρύνοντας ακόμα και τους βεζίρηδες και άλλους αξιωματούχους με ένα νόμο που είχε θεσπίσει και έλεγε ότι : «Δεν επιθυμώ να συντρώγει κανένας με την βασιλική εξοχότητα μου, εκτός από αυτούς όπου έχουν βασιλικό αίμα».
Αυτόν τον τρόπο ζωής του Μωάμεθ, που ήταν ένας μοναχικός τύπος και για πολλούς λάτρης του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον περιγράφει με αναλυτικό τρόπο ο σύγχρονος του βιογράφος ο Έλληνας Κριτόβουλος.
Ο Μωάμεθ ζούσε σε ένα πανέμορφο ανάκτορο (το Τοπ-Καπί),  το οποίο είχε αρχίσει να κτίζει από το 1465 μ. Χ. στην όλο στροφές τοποθεσία της προηγούμενη βυζαντινής ακρόπολης, η κορυφή της οποίας δέσποζε στην συμβολή τριών θαλασσών, του Κερατίου κόλπου, της θάλασσας του Μαρμαρά και του Βοσπόρου. Τα σχέδια του ανακτόρου έγιναν και αυτά από Έλληνες κυρίως αρχιτέκτονες, καθώς και Πέρσες και Άραβες  και ήταν τόσο μεγαλειώδη, που η συμπλήρωση τους θα κρατούσε, όπως υπολογίστηκε, περίπου 25 χρόνια. Με την εξαιρετική όμως μεγάλη κλίμακα μισθών και τα πλούσια φιλοδωρήματα που μοίρασε απλόχερα ο σουλτάνος στους εργάτες, το ανάκτορο τελικά συμπληρώθηκε στο τέταρτο  χρόνο.  Αξιόλογη είναι και η περιγραφή της εποχής για τα ανάκτορα του Μωάμεθ που αναφέρει, «Μέσα στον σαράγι υπήρχαν τεράστιοι και ωραιότατοι κήποι μέσα στους οποίους καλλιεργείται όποιο φυτό και φρούτο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Νερό δροσερό καθαρό και πόσιμο έτρεχε συνεχώς. Σε κάθε γωνιά κοπάδια τα πουλιά, τόσο από αυτά που τρώγονται, όσο και μελωδικά, τιτίβιζαν και κελαηδούσαν. Αγέλες από οικιακά και αγρία ζώα  έβοσκαν στους κήπους.  Εδώ ο σουλτάνος Μωάμεθ περνούσε απομονωμένος τους χειμερινούς μήνες ανάμεσα σε δυο εκστρατείες».

Μετά από τόσους αιώνες από τον θάνατο του Πορθητή η ταυτότητα του Μωάμεθ είναι ένα περίπλοκο θέμα που σχετίζεται και με την ταυτότητα των ίδιων των Οθωμανών σουλτάνων. Η πραγματική θρησκεία του Πορθητή είναι ένα ζήτημα που αν αποκαλύπτονταν, σίγουρα για πολλούς θα δημιουργούσε μεγάλη κρίση συνειδήσεως για την σημερινή Τουρκία, που έχει ανασκευάσει όλη την ιστορία της, ακριβώς για να στηρίξει ένα οικοδόμημα που είναι για πολλούς τεχνητό.  
Αλλά το μυστήριο της αληθινής ταυτότητας του Μωάμεθ περιπλέχτηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, τότε που η αυτοκρατορία που ίδρυσε έπνεε πλέον τα λοίσθια και ίσως η πνευματική του μαρτυρία επιζητούσε κάποιο τρόπο για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, μια αλήθεια που θα μπορούσε να κλονίσει πολλά ιστορικά ταμπού.
Ο πρώτος που μίλησε αποκαλυπτικά για το θέμα αυτό το  ήταν  ένας μεγάλος Τούρκος πολιτικός και ποιητής, ο Γιαχία Κεμάλ Μπεγιατλί και το γεγονός αυτό  αναφέρει ο Τούρκος συγγραφέας, Ρεσάτ Εκρέμ Κοτσού στο βιβλίο του, «Οθωμανοί ηγεμόνες»,. Η απαγορευμένη αυτή μαρτυρία  είναι άκρως αποκαλυπτική για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του μεγάλου Φατίχ των Οθωμανών, του Μωάμεθ του Πορθητή. Γράφει λοιπόν το βιβλίο : «Την εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ του Β΄, στις αρχές του εικοστού αιώνα, είχε σπάσει ένας μεγάλος αγωγός νερού στη συνοικία του μεγάλου τεμένους  του Προθητού, το Φατίχ. Το Φατίχ είχε οικοδομηθεί μεταξύ των ετών 1463 και 1470, πάνω στα ερείπια της κατεδαφισμένης από τους Οθωμανούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την οποία βρίσκονται θαμμένοι πολλοί βυζαντινοί βασιλείς. Στην εκκλησία αυτή ο Γεννάδιος είχε εγκαταστήσει το Πατριαρχείο κατόπιν άδειας του Μωάμεθ μετά την άλωση. Το 1454 ο Πατριάρχης εγκατέλειψε οικιοθελώς την εκκλησία, επειδή μέσα σε αυτή είχε βρεθεί το πτώμα ενός Τούρκου και φοβήθηκε μήπως κατηγορηθούν οι Έλληνες για το έγκλημα. Την κατασκευή του τζαμιού είχε αναλάβει ο Έλληνας αρχιτέκτονας, Χριστόδουλος, που φρόντισε όμως να διατηρήσει τα θεμέλια της κατεδαφισμένης εκκλησίας.  Κατά την επισκευή όμως του χαλασμένου αγωγού, ο Αμπντούλ Χαμίτ έδωσε εντολή να ανοιχτεί ο τάφος του Μωάμεθ που βρίσκονταν δίπλα στο τζαμί, για να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και να επισκευαστούν.  Ο τάφος λοιπόν ανοίχτηκε και σε βάθος τριών μέτρων βρέθηκε μια σιδερένια καταπακτή από όπου μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στην υπόγεια αίθουσα της βυζαντινής εκκλησίας. Εκεί βρέθηκε ο μαρμάρινος τάφος που βρίσκονταν το ταριχευμένο πτώμα του Μωάμεθ, ολόιδιο με το πορτρέτο που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιταλός ζωγράφος Μπελίνι, πέντε μήνες πριν από τον θάνατο του Πορθητή. Το γεγονός αυτό και μόνο για πολλούς αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Μωάμεθ θέλησε να ταφεί σαν χριστιανός και βυζαντινός βασιλιάς, εν μέσω των άλλων βυζαντινών αυτοκρατόρων».
 \Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, που για λόγους πολιτικούς την εποχή εκείνη είχε εγκαταλείψει το μπεκτασισμό, (δηλαδή το αιρετικό Ισλάμ), τον οποίο ακολουθούσε και ασπάστηκε τον σουνιτισμό, δηλαδή το ορθόδοξο Ισλάμ, κυριεύτηκε από πανικό και έδωσε εντολή να σφραγιστεί αμέσως ο τάφος του Μωάμεθ. Τα παραπάνω συνέβησαν πριν από το 1908 και έκτοτε ο τάφος του Μωάμεθ δεν ξανάνοιξε. Γι' αυτό και σήμερα είναι αδύνατο να αποδειχτεί αυτή η μαρτυρία του Μπεγιατλί. Αποτελεί όμως μαρτυρία επιφανούς Τούρκου, η οποία δεν εξυπηρετεί κάποιες σκοπιμότητες και δεν είχε λόγους να παρουσιάζει τον Μωάμεθ χριστιανό. Σήμερα το μέρος εκείνο είναι απαγορευμένο και δεν επιτρέπεται σε κανένα, είτε αρχαιολόγο είτε θρησκευτικό αρχηγό να το πλησιάσει, επιτείνοντας έτσι το μυστήριο για τους βυζαντινούς βασιλικούς τάφους αλλά και για τους τάφους των σουλτάνων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι γεγονός ότι παρόμοιες με αυτήν  μαρτυρίες έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στην Τουρκία, αλλά χωρίς να τις δοθεί για ευνόητους λόγους μεγάλη έκταση. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις 19 Δεκεμβρίου 1996, το εβδομαδιαίο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας στην Τουρκία, «Ακτουέλ», του συγκροτήματος της γνωστής εφημερίδας, «Σαμπάχ», είχε κυκλοφορήσει με τον εξής εντυπωσιακό τίτλο : «Ο Πορθητής ήταν Χριστιανός ;» και από κάτω είχε τον υπότιτλο:  «Οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να λύσουν αυτό το μυστήριο, 540 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Φατίχ».
Το ότι στην σημερινή Τουρκία στην οποία αναδύεται δυναμικά το ισλαμικό στοιχείο, δημοσιεύονται αναφορές για ένα τέτοιο θέμα ήταν μια μεγάλη απόδειξη της αμφιβολίας για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του Μωάμεθ, ακόμα και για το ίδιο το επίσημο τουρκικό κατεστημένο. Και αυτό παίρνει μεγαλύτερη αξία αν κατανοήσουμε τα παρακάτω: Ο Φατίχ, ήταν και είναι ένα από τα πιο μεγάλα ταμπού της τουρκικής ιστορίας, του τουρκισμού και του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού. Γι' αυτό και ένας ηγέτης σαν τον Φατίχ, έπρεπε να προσωποποιεί εκτός από το εθνικό συναίσθημα του λαού και το θρησκευτικό. Δηλαδή δεν χωράει καμία άλλη θεωρία όσον αφορά τα θρησκευτικά πιστεύω του Μωάμεθ του Πορθητή, εκτός από του ότι ήταν ένας θρησκευτικός αρχηγός των Σουνιτών Τούρκων Μουσουλμάνων.
Και όμως εκεί μέσα στον τάφο του Πορθητή υπάρχει το μεγαλύτερο μυστικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ένα μυστικό που αποδεικνύει ότι ο ιδρυτής του δευτέρου Βυζαντίου, όπως του  άρεσε να ονομάζει την νέα αυτοκρατορία ο Μωάμεθ ο Πορθητής, πιθανώς είχε ασπαστεί στο τέλος της ζωής του τον χριστιανισμό, μια θρησκεία που σε όλη του την ζωή τον ακολουθούσε, ενώ από τα παιδικά του χρόνια είχε τις πρώτες επαφές μαζί της μέσω της χριστιανής μητέρας του.
 Η κατάρρευση ενός ταμπού, που  αφορά την θρησκεία του μεγάλου Φατίχ, του Μωάμεθ του Πορθητή, του ιδρυτή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του επίσημου προστάτη του σουνιτικού Ισλάμ, θα ήταν ένα γερό χτύπημα  για τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης Τουρκίας, αλλά το κυριότερο θα ήταν μια αρχή για μια αλυσίδα καταρρεύσεων πολλών μύθων πάνω στους οποίους είναι κτισμένο το  οικοδόμημα της σύγχρονης, «ισχυρής», Τουρκίας. Η εσωτερική συνείδηση, η πραγματική θρησκευτική καταβολή ακόμα και η φυλετική καταγωγή των σημερινών Τούρκων, θα ήταν ένα επόμενο ισχυρό ταμπού που θα κατάρρεε και θα διέλυε όλες τις επίσημες ιστορικές κοσμοθεωρίες του κεμαλισμού. Αλλά το κυριότερο, θα δημιουργούσε την μεγαλύτερη κρίση ταυτότητας των σημερινών Τούρκων, για τους οποίους όταν ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ επισκέφτηκε το 1997 για πρώτη φορά  το Τουρκμενιστάν, που υποτίθεται πως είναι η φυσική κοιτίδα των Τούρκων, ο τότε πρόεδρος του Τουρκμενιστάν, Σαπαρμουράτ Τουρκμένμπασί, του είπε με χαιρέκακο ύφος : «Εσείς όταν φύγατε από την κεντρική Ασία ήσασταν σαν και μας, σήμερα όμως δεν μας μοιάζετε καθόλου».

ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ


Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Βουνάτσος για Τσοχατζόπουλο-Τα ξέραμε εδώ και 15 χρόνια

Ο Δημήτρης Βουνάτσος, δήμαρχος Λέσβου και πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ μιλώντας στην εκπομπή "ΣΤΟΝ ΠΑΛΜΟ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ" στην "TV Αρχιπέλαγος" αποκαλεί Αρχικλεφταράδες στελέχη του ΠΑΣΟΚ και αποκαλύπτει ότι στο ΠΑΣΟΚ τα ΄ξεραν όλα για τον Τσοχατζόπουλο εδώ και 15 χρόνια. Το ερώτημα είναι γιατί κάποιοι σιωπούσαν 15 χρόνια, μήπως και η σιωπή είναι συνενοχή..."Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται". Η κλοπή που γίνεται με το μνημόνιο είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη απ' όλες τις προηγούμενες "που τα έφαγαν μαζί..." όλες οι κυβερνήσεις.

Δημήτρης Βουνάτσος: Τιμή μου που με διέγραψαν!



Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ «ΚΕΜΑΛΟΛΑΓΝΟΙ»

 
του Νίκου Χειλαδάκη
Δημοσιογράφου – Συγγραφέα – Τουρκολόγου


Μέσα στην απαξίωση όλων των παραδοσιακών και εθνικών αξιών στην χώρα μας και την κατευθυνόμενη διαστρέβλωση της ιστορίας μας, τον τελευταίο καιρό παρατηρείται  και το περίεργο φαινόμενο της «κεμαλολατρείας», δηλαδή της ιστορικής καταξίωσης του Μουσταφά Κεμάλ  Ατατούρκ με την έκδοση βιβλίων με τους λόγους του Κεμάλ, με την πρόθεση ανέγερσης μνημείων και άλλων ευτράπελων που χαρακτηρίζουν την μειοδοτική μας εποχή.  Ο μεγάλος πρωταγωνιστής και υπαίτιος της τραγικής μικρασιατικής καταστροφής, ο πατέρας της εθνοκάθαρσης των χριστιανών της Μικράς Ασίας, (Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων, αραβόφωνων χριστιανών, κ.α.) με τα αμέτρητα θύματα της, ο δημιουργός ενός  δικτατορικού καθεστώτος που  καθόρισε τις τύχες της σύγχρονης Τουρκίας, αναδεικνύεται στην χώρα μας σαν μια σημαντική ιστορική προσωπικότητα που …συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς η ιστορική άγνοια και η παράλογη ραγαδιοφροσύνη γεννάει τέτοια θλιβερά φαινόμενα. Αλλά ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, δηλαδή ο γεννήτορας και πατέρας της σύγχρονης Τουρκίας;

          Όποιος είχε την τύχη να επισκεφτεί, (όπως ο γράφων), το περίφημο μαυσωλείο του Κεμάλ Ατατούρκ στην κορυφή ενός λόφου στην τουρκική πρωτεύουσα που δεσπόζει σαν την Ακρόπολη των Αθηνών, θα έκανε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις. Στον θάλαμο που φυλάσσονται τα προσωπικά είδη του Τούρκου ηγέτη, θα  αντικρύσει ξαφνικά μια ελληνική σημαία. Είναι η σημαία του στρατηγού Τρικούπη που πιάστηκε αιχμάλωτος στην τραγική ελληνική υποχώρηση του 1922. Αλλά το πιο εντυπωσιακό για ένα Έλληνα επισκέπτη, (πολύ σπάνιο τέτοιο είδος επισκεπτών),  είναι μια βιβλιοθήκη του Κεμάλ όπου υπάρχουν πάρα πολλά… ελληνικά βιβλία.  Αυτό και μόνο αποδεικνύει ότι ο Κεμάλ όχι μόνο ήξερε καλά τα ελληνικά, αλλά διάβαζε ελληνικά βιβλία και σίγουρα είχε  αναπτύξει ένα αίσθημα κατωτερότητας για την ελληνική κουλτούρα κάτι που βγήκε με όλη την βιαιότητα του στο μέλλον.
Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό, τη Χαραυγή, έξω από τη Θεσσαλονίκη, ο Κεμάλ είχε ποτιστεί από νωρίς με ευρωπαϊκές ιδέες καθώς έκανε περισσότερο με Εβραίους και Έλληνες παρέα, παρά με Τούρκους. Σε αυτό το περίεργο κύκλωμα λειτούργησε και ο Κεμάλ και οι περισσότεροι Νεότουρκοι. Πάρα πολλοί συγγραφείς υπεστήριξαν ότι ο Κεμάλ ήταν Εβραίος, παρά τις έντονες προσπάθειες του  κεμαλικού καθεστώτος να απορρίψει αυτή την άποψη. Η αναμφισβήτητη όμως απόδειξη για το γεγονός αυτό  έρχεται από ένα σπάνιο βιβλίο με τον τίτλο, «Κρυφοί Εβραίοι»,  που το έγραψε ένας  επιφανής αρχιραββίνος, ο Ιωακείμ Πρινζ,  (εκδόσεις Random House, Νέα Υόρκη 1973). Στην σελίδα 122 αυτού του βιβλίου διαβάζουμε ότι, «ανάμεσα στους ηγέτες της επαναστάσεως των Νεότουρκων, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τον εκμοντερνισμό της Τουρκίας, ήταν ο Ντζαβίντ Μπέη, (που εκτελέστηκε από τον Κεμάλ), και ο Μουσταφά Κεμάλ. Και οι δύο ήταν φλογεροί Ντονμέδες, (Εβραίοι που είχαν εξισλαμιστεί επιφανειακά). Ο Ντζαβίντ Μπέη έγινε υπουργός οικονομικών και ο Κεμάλ αργότερα ηγέτης του κινήματος υιοθετώντας το όνομα Ατατούρκ, (πατέρας των Τούρκων). Οι αντίπαλοί του, (όπως ο Εμβέρ) προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την εβραϊκή καταγωγή του για πολιτικό τους όφελος αλλά χωρίς επιτυχία. Οι περισσότεροι Νεότουρκοι στην νέα επαναστατική κυβέρνηση προσηύχοντο στον Αλλάχ, αλλά ο αληθινός προφήτης τους ήταν ο Σαμπατάι Σεβή, (ο θρησκευτικός αρχηγός των Ντονμέδων), ο επονομαζόμενος «Μεσσίας από την Σμύρνη». Για να αντιληφθούμε την αξιοπιστία των παραπάνω θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Ιωακείμ Πρινζ, ήταν επί 12 έτη, (1925-1937), ραβίνος στο Βερολίνο αλλά όταν τα πράγματα «αγρίεψαν» στην Γερμανία,  το 1937, έφυγε στην Αμερική. Προηγουμένως όμως, σαν καλός σιωνιστής, συμβούλευε τους πιστούς του να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη και όχι στην Αμερική. Από το 1958 έως το 1966 ήταν πρόεδρος του Αμερικανο-εβραϊκού κογκρέσου και δύο φορές πρόεδρος των εβραϊκών οργανώσεων των ΗΠΑ.

Ο Κεμάλ  διακατεχόταν και από πολλά και φοβερά πάθη.  Και μόνο  το τραγικό τέλος του καθώς πέθανε πνιγμένος στο αλκοόλ και στις κρίσεις μοναξιάς που είχε, (είναι χαρακτηριστικές οι διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων που στα τελευταία χρόνια έδιναν στον Κεμαλ νερωμένο ρακί και αυτός οργισμένος από την νοθεία έσπαζε τα πάντα γύρω του),  δεν ανταποκρίνονταν στην ιστορική θέση που του αποδόθηκε μετέπειτα.   .
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο υποτιθέμενος πονετικός στους αντιπάλους του ηγέτης, όπως ήθελαν να τον παρουσιάζουν οι Τούρκοι στην μεγάλη κινηματογραφική τους παραγωγή, «Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας», έδειξε το πραγματικό του σκληρό πρόσωπο, ( Από την βιογραφία του Κεμάλ με τον τίτλο «Moustafa Kemal ou la mort d un empire», του Γάλλου ιστορικού ερευνητή Benoist-Menchin και το οποίο καλά θα κάνουν να το διαβάσουν οι σύγχρονοι Έλληνες τουρκολάγνοι ). «Οι Τσέτες είχαν ήδη μπει στην Σμύρνη, η πόλις καίγονταν και οι χριστιανοί σφάζονταν στην προκυμαία, πολλοί που έπεφταν στην θάλασσα να σωθούν από τις φλόγες πνίγονταν και τα πτώματα σκέπαζαν τα νερά. Ο μεγάλος θριαμβευτής και εμπνευστής αυτής της σφαγής, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο «Γαζί» πλέον, κοίταζε απαθής από ένα εξώστη ψηλά την μεγάλη αυτή σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης. Σε μια στιγμή γύρισε απότομα στους παρευρισκόμενους πίσω του και τους φώναξε δυνατά : Κοιτάξετε αυτή την σκηνή. Απόψε γίνεστε μάρτυρες του τέλους μιας εποχής. Αυτή η πυρκαγιά είναι ένα σύμβολο. Συμβολίζει την τελική απαλλαγή της πατρίδας μας από τους προδότες και τους εμπορίσκους. Από εδώ και πέρα η Τουρκία ελεύθερη και εξαγνισμένη δεν θα ανήκει παρά μόνο στους Τούρκους».  Με αυτές τις κυνικές φράσεις μπροστά στις εκατόμβες των χριστιανών θυμάτων, ο Μουσταφά Κεμάλ αγνάντευε με ένα ποτήρι ακλοόλ, την  μεγάλη σφαγή της Σμύρνης. Δεν έκανε τίποτα για να σώσει τους χιλιάδες νεκρούς αυτής της σφαγής που τόσο αδρά περιγράψανε πολλοί μάρτυρες, όπως η Μαρτζορί Χαουτζπιάν στο έργο της, «Η Σμύρνη στις Φλόγες»,  ο  πρόξενος των ΗΠΑ στην Σμύρνη,  George Horton,  και πολλοί άλλοι.

Τέσσερα χρόνια μετά τον θρίαμβο του μεγάλου νικητή και Γαζί του πολέμου της ανεξαρτησίας, Μουσταφά Κεμάλ,  ο «Γκρίζος Λύκος» της Μικράς Ασίας έδειξε για άλλη μια φορά την απάνθρωπη σκληρότητα του. Θέλοντας να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στην Τουρκία και να επιβάλει ουσιαστικά την στυγνή του δικτατορία, συνέλαβε και εκτέλεσε ένα  φρικτό  σχέδιο εξόντωσης των αντιπάλων του που περιγράφετε με όλες τις λεπτομέρειες από τον βιογράφο του Benoist-Menchin. Στις 5 Αυγούστου του 1928 το βράδυ, οργανώνει μια μεγάλη δεξίωση για την επέτειο της μεγάλης επίθεσης κατά των Ελλήνων το 1922, στην προεδρική του πλέον κατοικία στην Τσάνκαγια της Άγκυρας.  Οι καλεσμένοι έρχονται σιγά σιγά ντυμένοι  όλοι με ευρωπαϊκά ρούχα καθώς ο αναμορφωτής της Τουρκίας είχε επιβάλει και το ευρωπαϊκό ντύσιμο. Ιδιαίτερα οι γυναίκες είχαν μια μοντέρνα ευρωπαϊκή εμφάνιση κάτι το τελείως νέο για τα αυστηρά ισλαμικά ήθη. Ο ίδιος ο Κεμάλ εκείνο το βράδυ για πρώτη φορά κάλεσε τους καλεσμένους του να χορέψουν ευρωπαϊκούς χορούς, απαγορεύοντας ουσιαστικά καθετί το ανατολίτικο και πρόσφερε τις ντάμες στους καβαλιέρους για να εκτελέσουν το βαλς που πρώτος εκείνος παρουσίασε στους καλεσμένους του.  «–Χορέψατε», φώναξε ο νέος ηγέτης της σύγχρονης Τουρκίας. «-Θέλω όλοι να απόψε να χορέψετε ευρωπαϊκά βαλς» και έδωσε πρώτος το παράδειγμα παίρνοντας μια ντάμα για να χορέψουνε ένα βιεννέζικο βαλς.  Η βραδιά ήταν όμως βαριά, καθώς η αποπνικτική καλοκαιρινή ζέστη ανακατεύονταν με τις νότες του ευρωπαϊκού πιάνου που γέμιζαν όλη την ατμόσφαιρα. 
Έξη χιλιόμετρα όμως πιο πέρα εκτυλίσσονταν ένα μεγάλο δράμα. Σε μια μεγάλη πλατεία και από τους στύλους της ηλεκτρικής εταιρίας κρέμονταν οχτώ απαγχονισμένες  φιγούρες,  θύματα της κεμαλικής θηριωδίας. Ήταν όλοι  οι ηγέτες της αντιπολίτευσης που είχαν έρθει και αυτοί καλεσμένοι για την δεξίωση πέφτοντας στην παγίδα που τους είχε στήσει ο Κεμάλ. Όλοι είχαν συληφθεί και είχαν απαγχονιστεί στην δημόσια πλατεία. Τα κορμιά τους κρεμασμένα έπαιζαν στις ανταύγειες του ηλεκτρικού από τις κολώνες της πλατείας, σχηματίζοντας ένα μακάβριο γκράνγκινιολ θέαμα. Ο πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης που περνούσε με το διπλωματικό αυτοκίνητο εκείνη την ώρα από τη πλατεία, αργοπορημένος για την δεξίωση, έμεινε αποσβωλομένος από την εικόνα που αντίκρισε. Γυρίζοντας όμως στον σοφέρ του, του είπε να μην θυμάται τίποτα από το τραγικό θέαμα της πλατείας αυτής. Ήταν το τέλος των πρώην συντρόφων και συνεργατών του Κεμάλ στην μεγάλη πορεία της τουρκικής ανεξαρτησίας. Ο Γκρίζος Λύκος τους είχε ανταμείψει για την αφοσίωση τους στον νέο μεγάλο ηγέτη της χώρας τους. Τα άψυχα κορμιά τους, όπως κρέμονταν με αυτό τον φρικτό τρόπο, ήταν άλλη μια μαρτυρία της μεγάλης σκληρότητας του Κεμάλ Ατατούρκ, του πατέρα της σύγχρονης Τουρκίας.
Ανάλογα με τον θυελλώδη χαρακτήρα του, γεμάτη από πάθη, ήταν και η ερωτική ζωή του πατέρα της σύγχρονης Τουρκίας. Στα τέλη του 2002 κυκλοφόρησε στην Τουρκία ένα βιβλίο του Τούρκου ερευνητή, Σουλεϊμάν Γιεσίλ,  το οποίο αναφέρεται στην προσωπική και κυρίως στην ερωτική ζωή του Κεμάλ Ατατούρκ. Το βιβλίο αυτό όπως ήταν επόμενο προκάλεσε μεγάλο σάλο και πολλές συζητήσεις.  Σύμφωνα με το βιβλίο αυτό, ο μεγάλος ήρωας της Τουρκίας προτιμούσε σαν ερωμένες τις χριστιανές, (είναι γνωστό το μεγάλο του ειδύλλιο με μια Βουλγάρα κόρη Βούλγαρου στρατηγού), παρά τις μουσουλμάνες που τις θεωρούσε κατωτέρου επιπέδου και όπως υποστηρίζει  το βιβλίο μέχρι και η φημισμένη Ζα Ζα Γκαμπόρ, υπήρξε για ένα διάστημα  σύντροφος (;;), του Κεμάλ.

Ο Κεμάλ υποτίθεται ότι μετέτρεψε την Τουρκία σε κοσμικό κράτος, κάτι που μέχρι σήμερα δεν το έχει καταφέρει κανένα άλλο μουσουλμανικό κράτος. Ο κυριότερος στόχος του ήταν να εξυψώσει τους Τούρκους στο επίπεδο του εκσυγχρονισμού της Ευρώπης και της Αμερικής.  Όλα αυτά όμως έγιναν από πάνω προς τα κάτω με ένα βίαιο και καταπιεστικό τρόπο κάτι που ποτέ δεν του το συγχώρησαν πολλοί στην ίδια την Τουρκία.   
Σήμερα,  αρκετά χρόνια μετά το θάνατό του, παρά την εμμονή του προς ένα «αλά τούρκα»  εκδυτικισμό, έχουν ξανανοίξει όλα τα «παράθυρα» προς την Ανατολή. Άλλωστε πολλές από τις συστάσεις του Κεμάλ δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, όπως η επιβολή της δυτικής μουσικής  και των… βιεννέζικων βαλς. Η σημερινή επικράτηση των ισλαμιστών ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας αντίστροφης  πορείας από μια βίαιη μεταρρύθμιση στην σημερινή ισλαμιστική Τουρκία. Το κεμαλικό φετίχ σταδιακά χρωματίζεται με την ισλαμική μαντίλα. Το ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί στην σύγχρονη μίζερη νεοελληνική πραγματικότητα αντί να γινόμαστε υστερόφημοι θαυμαστές του κεμαλισμού, θα πρέπει  είναι οι συνέπειες όλων αυτών των αλλαγών.  Ο Κεμάλ Ατατούρκ «έστρωσε» το έδαφος και ο «νέος Κεμάλ», ο Ταΐπ Ερντογάν, (όπως τον αποκαλούν πολλοί στην σημερινή Τουρκία), το «έσπειρε» με ένα τουρκικό εθνικιστικό ισλαμικό επεκτατισμό που περιμένει σαν ώριμο φρούτο να «καταπιεί» την χώρα μας προς δόξα όλων εκείνων των  ραγιαδόφρονων  Ελλήνων κεμαλιστών.



Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

«KİMLİK MESELESİ» ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ


του Νίκου Χειλαδάκη
Δημοσιογράφου – Συγγραφέα – Τουρκολόγου

Η σημερινή Τουρκία, αυτοπροσδιορίζεται επίσημα σαν μια ισλαμική, σουνιτικού δόγματος τουρκική χώρα. Και όμως, η ταυτότητα αυτής της χώρας και ως προς το θρήσκευμα, αλλά και ως προς τον εθνικό προσδιορισμό,  φαίνεται πως είναι μια  πολύ μπερδεμένη υπόθεση. Άλλωστε αυτό γίνεται αντιληπτό σε κάθε έμπειρο παρατηρητή, όταν επισκέπτεται και γυρίζει στις πόλεις και τα χωριά της Μικράς Ασίας και της ανατολικής Θράκης. Ένα αδιόρατο ελληνοχριστιανικό υπόβαθρο, ακόμα και σήμερα, μετά από πολλές δεκαετίες από την ανταλλαγή των πληθυσμών, εμφανίζεται με απροσδόκητο τρόπο σε  πολλές περιοχές  και σε πολλές περιπτώσεις είναι φανερό και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους.  Αλλά και σε σφαιρικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια μια έκδηλη κρίση ταυτότητας έχει αρχίσει να εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, όπως θα δούμε σε αυτό το άρθρο, ανατρέποντας πολλά σταθερά δεδομένα από την ίδρυση της σύγχρονης τουρκικής δημοκρατίας, με άγνωστες προ το παρόν συνέπειες σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Χαρακτηριστικό είναι το τηλεοπτικό πεδίο όπου εκφράζεται με εμφανή τρόπο η εξέλιξη αυτή, καθώς και η αφύπνιση πολλών μειονοτικών ομάδων που ζητάνε όλο και πιο έντονα την πολιτιστική τους τουλάχιστον διαφοροποίηση και επίσημη αναγνώριση. Έτσι τα τελευταία χρόνια έχουν ξεφυτρώσει περί τα πέντε δορυφορικά κανάλια από τον τουρκικό Πόντο, που δεν χάνουν την ευκαιρία να τονίζουν συνεχώς την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα της περιοχής. Τηλεοπτικά κανάλια των Αλεβιτών που παρουσιάζουν την ιδιαιτερότητα της μεγάλης αυτής θρησκευτικής μειονότητας και μάλιστα φτάνουν και στο σημείο να προβάλλουν θρησκευτικές τελετές των Αλεβιτών, που δεν έχουν καμία σχέση με το επίσημο Ισλάμ. Κανάλια της περιοχής του Αιγαίου, της νοτιοανατολικής Τουρκίας, που αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής τους, αλλά και φονταμενταλιστικά φιλοαραβικά ισλαμικά κανάλια, διαγράφουν ένα πολύπλοκο τηλεοπτικό τοπίο. Βέβαια θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όλο αυτό περίγραμμα είναι δείγμα πλουραλισμού, αλλά για όσους γνωρίζουν τα τουρκικά πράγματα πολύ απέχει από την πραγματικότητα ένας τέτοιος ισχυρισμός καθώς το καθεστώς που «σκιάζει» και ελέγχει αυστηρά τα πάντα, δεν διστάζει να προχωρεί ακόμα και με συχνό κλείσιμο διαφόρων τηλεοπτικών σταθμών για προσβολή της τουρκικότητας.

Σύμφωνα με τον γνωστό Άγγλο ιστορικό – τουρκολόγο, Bernard Lewis, έναν από τους μεγαλύτερους ερευνητές της Μέσης Ανατολής, «Οι Τουρκόφωνοι , όταν ήρθαν από την ανατολή στην Μικρά Ασία τον 11ο αιώνα μ.Χ. συνάντησαν έναν εγχώριο πληθυσμό με προϊστορία 2.000 χρόνων. Αυτός ο εγχώριος πληθυσμός, ελληνόφωνος, ελληνοπρεπής και χριστιανικός ορθόδοξος στην μεγάλη του πλειοψηφία, ούτε εξολοθρεύτηκε, αλλά ούτε και εξαφανίστηκε». Άρα το ερώτημα που τίθεται για άλλη μια φορά, είναι τι απέγινε αυτός ο πληθυσμός με πολιτιστικό επίπεδο σίγουρα πολύ ανώτερο των τουρκόφωνων νομάδων.   Η πρώτη και πιο λογική απάντηση  που μπορεί να δώσει κανείς σε αυτό το ερώτημα, είναι ότι αφού δεν εξαφανίστηκε, άλλωστε κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο, αλλαξοπίστησε και σταδιακά εντάχτηκε σε αυτό που λέμε σήμερα Τουρκία.
Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα  ιστορικά στοιχεία, οι  λαοί της Ανατολίας, (Μικράς Ασίας), είχαν   δικούς τους γνήσιους πολιτισμούς και γλώσσες, ενώ το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η ελληνική πολιτιστική ταυτότητα . Μέχρι το 300 μ.Χ. υπήρχαν ακόμα πληθυσμοί που μιλούσαν   εκτός από τα ελληνικά, φρυγικά, έως το 400 μ.Χ. καππαδοκικά και γοτθικά-γαλατικά και έως το 500 μ.Χ. νέο-φρυγικά . Οι γλώσσες αυτές όμως επειδή δεν ήταν γραπτές σταδιακά εξαφανίστηκαν. Σήμερα οι γλωσσολόγοι  συναντάνε ακόμα σε διαλέκτους που ομιλούντο έως πρόσφατα στην Ανατολία, λέξεις και επιδράσεις απ' αυτές τις γλώσσες. Παράλληλα τα ελληνικά, που ήταν, όπως αναφέραμε, η κυρίαρχη μορφή γλωσσικής επικοινωνίας σε όλη την Ανατολία, έστω και σε μορφή διαλέκτων, όπως τα ποντιακά, επέζησαν μέχρι σήμερα.
          Αυτά τα  ίχνη των εξαφανισμένων γλωσσών μαρτυρούν μια  πολιτισμική κληρονομιά  η οποία σίγουρα δεν έχει καμία σχέση με την τουρκομογγολική ταυτότητα. Η  κληρονομιά αυτή έχει διατηρήσει την ύπαρξή της εδώ και χιλιάδες χρόνια από γενιά σε γενιά.  Αυτήν όμως την μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά, σήμερα, η σύγχρονη Τουρκία, όχι μόνο την έχει αρνηθεί, αλλά προχώρησε σε μια καταπληκτική διαστρέβλωση κάθε έννοιας της ιστορικής ταυτότητας της Μικράς Ασίας. Ο αυτουργός αυτής της  διαδικασίας αλλαγών όλων των ιστορικών δεδομένων, η αναγνώριση των οποίων θα έχει καταλυτικές συνέπειες γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Τουρκική Δημοκρατία, είναι ο ίδιος ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο δημιουργός της τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Μουσταφά Κεμάλ, αγνώστου καταγωγής, αφού πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι ήταν Ντονμές, δηλαδή εξισλαμισμένος Εβραίος της περιοχής της Θεσσαλονίκης.

                                      Ο ΚΕΜΑΛ
          Το 1925 κατόπιν εντολής του Κεμάλ ένας μελετητής  των ιστορικών ανησυχιών του, συνέταξε ένα  κατάλογο των βασικών ιστορικών ερωτημάτων που απασχολούσαν εκείνη την περίοδο τον Τούρκο  ηγέτη. Τα ερωτήματα αυτά, ( και συνάμα αρχή των ιστορικών του θέσεων), στα οποία θα απαντούσε με τον δικό της τρόπο η κεμαλική ιστορία αγνοώντας όλη την ιστορική πραγματικότητα της περιοχής, ήταν τα εξής: α) Ποιοι ήταν οι παλαιότεροι αυτόχθονες κάτοικοι της σημερινής Τουρκίας; β) Πως και από ποιους δημιουργήθηκε ο πρώτος πολιτισμός στην Τουρκία;  γ) Ποια είναι η θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια ιστορία και στον παγκόσμιο πολιτισμό; δ) Η ίδρυση κράτους στην Ανατολία από μια τουρκική φυλή, (τους Οθωμανούς και όχι τους Σελτζούκους ), αποτελεί ένα ιστορικό μύθο. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να βρεθεί μια άλλη ερμηνεία για στον σχηματισμό τους κράτους αυτού. Ποια είναι η σωστή ερμηνεία;  ε) Ποια είναι η αληθινή ταυτότητα της ισλαμικής θεωρίας και ποιος ήταν ο ρόλος των Τούρκων σε αυτή; Πάνω λοιπόν σε αυτά τα πέντε βασικά ερωτήματα κινήθηκε έκτοτε όλη η καινούργια κεμαλική «κοσμοϊστορική» θεωρία.
Το 1928 ο Κεμάλ κάλεσε τους   ιστορικούς του να εδραιώσουν την θεωρία περί της προελεύσεως των Τούρκων και της συνέχειας της παρουσίας του τουρκικού έθνους στην Μικρά Ασία από αρχαιοτάτων χρόνων. Επιδίωξη του ήταν  να δώσει ιστορικό χαρακτήρα στην εθνική συνείδηση, που μόλις είχε δημιουργήσει, σαν το βασικό θεμέλιο της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας, ένα πολύμορφο και με αδύναμη συνοχή καινούργιο κράτος. Κατ’ αρχή, από τους εντεταλμένους ιστορικούς του Κεμάλ, γεννήθηκε η «Χιττική θεωρία», δηλαδή η θεωρία που υποστήριζε ότι οι Χιττίτες ήταν οι πρώτοι πρόγονοι των Τούρκων. Έτσι δόθηκε αμέσως  κυριαρχικό δικαίωμα στους Τούρκους σε όλη την Μικρά Ασία, από αρχαιοτάτων χρόνων. Αυτή την θεωρία ανέλαβε να αναπτύξει και να διευρύνει η ιδρυθείσα  το 1931, από τον Κεμάλ, «Τουρκική Ιστορική Εταιρία», (Türk Tarihi Korumu), η οποία  το 1932 συγκάλεσε το πρώτο ιστορικό συνέδριο της Νέας Τουρκίας. Ο πρόεδρος του συνεδρίου αυτού, Τούρκος καθηγητής ιστορίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, της γνωστής μεγάλης οικογένειας των Κιοπρουλού,  που έχει δώσει μια σειρά από βεζίρηδες στη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά που η καταγωγή της δεν είναι τουρκική, (αλβανικής καταγωγής), επέκρινε με δριμύτητα τους δυτικούς που θεωρούσαν τους Τούρκους σαν βαρβάρους, μια αντίληψη, που όπως ανέφερε, έχει δημιουργηθεί στην Δύση μετά την πρώτη επαφή των δυτικών με τους Τούρκους δια των σταυροφοριών.
Η καινούργια ιστορική θέση που αναπτύχθηκε σε αυτό το συνέδριο, υποστήριζε ότι, «Οι Τούρκοι δεν είναι κάποια φυλή που έχει λιγότερη ιστορική άξια από άλλες αρχαίες φυλές, αλλά είναι μια φυλή που ανήκει στους Αρίους λαούς της Μικράς Ασίας». Μάλιστα επικαλέστηκαν τότε την μαρτυρία κάποιου Σταυροφόρου της πρώτης σταυροφορίας, ενός  ανώνυμου Νορμανδού συγγραφέα, ο οποίος ανέφερε για τους μουσουλμάνους της Μικράς Ασίας ότι, «θα ήσαν η τελειότερη των φυλών αν μόνο ήσαν χριστιανοί». Στο ίδιο συνέδριο υποστηρίχθηκε η θεωρία ότι οι Τούρκοι ήταν κατ’ ευθεία απόγονοι των αρχαίων Τρώων, γι' αυτό και ο Μωάμεθ ο Πορθητής, (μια προσφιλής θεωρία του Μωάμεθ, «Φατίχ», ήταν να υποστηρίζει ότι συγγενεύει με τους Τρώες),  μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, όταν είχε αλληλογραφία με την Ρώμη, είχε υποστηρίξει ότι οι Τούρκοι είναι συγγενείς με τους Ρωμαίους, καθώς από τους Τρώες που είχαν φύγει μετά την καταστροφή της Τροίας ιδρύθηκε το Λάτιο και η μετέπειτα Ρώμη, ενώ το σύμβολο της λύκαινας που ανατρέφει τους δυο ιδρυτές της Ρώμης, είναι ένα καθαρά τουρκικό εθνικό σύμβολο.
Οι βασικές θέσεις του σημαντικού αυτού ιστορικού συνεδρίου, όπως είχαν τότε δημοσιευτεί  στην Τουρκία και οι οποίες έγιναν οι βάσεις της ιστορίας όπως διδάσκεται σήμερα  σε όλη την χώρα ήταν οι εξής: α) Η ιστορία του τουρκικού έθνους όπως ήταν μέχρι σήμερα γνωστή, δεν περιορίζεται μόνο στην οθωμανική ιστορία. Η τουρκική ιστορία είναι πολύ παλαιότερη. Το έθνος που διέδωσε τον πολιτισμό σε όλα τα άλλα έθνη, είναι το τουρκικό. β) Η τουρκική φυλή δεν είναι κίτρινη, (σήμερα βεβαία έχουν αναπτυχτεί και οι απόψεις πολλών εθνικιστικών κέντρων που υποστηρίζουν την άμεση συγγένεια των Τούρκων με την κεντρική Ασία, δηλαδή με τον τουρκομογγολικό κόσμο φτάνοντας στο σημείο να διεκδικήσουν τους Ουϊγούρους της Κίνας που ανήκουν στην κίτρινη φυλή). Οι Τούρκοι είναι λευκοί και βραχυκέφαλοι. «Εμείς που σήμερα διαφεντεύουμε την  πατρίδα μας, είμαστε απόγονοι εκείνων που ίδρυσαν τον παλαιότερο πολιτισμό και οι οποίοι έφεραν το ίδιο όνομα με εμάς». γ) Οι Τούρκοι που μετέφεραν τον πολιτισμό στα μέρη όπου εγκαθίσταντο και οι οποίοι υπήρξαν οι πρώτοι θεμελιωτές του πολιτισμού στο Ιράκ, την Ανατολία, την Αίγυπτο και το Αιγαίο, κατάγονται και από την Κεντρική Ασία. «Εμείς οι σημερινοί Τούρκοι είμαστε απόγονοι Κεντροασιατών», (για να μην ξεχνάμε και τις παντουρκικές θεωρίες).

                             Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
Όλα αυτά όμως τα «ιστορικά  ευρήματα», ανατράπηκαν τα τελευταία χρόνια από τους ίδιους τους Τούρκους με  πραγματικά εκπληκτικό τρόπο.
Στις 8 και 9 Δεκεμβρίου του 2005, ο γνωστός Τούρκος αρθογράφος της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ, Χασάν Πουλούρ, έγραψε δυο άρθρα με τον πολύ χαρακτηριστικό τίτλο : «Türk kimdir ?» δηλαδή «Ποιος είναι Τούρκος;». Τα εκπληκτικά αυτά άρθρα για πρώτη ίσως φορά στην μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τουρκική εφημερίδα, έθεταν το ερώτημα αν είναι σωστό το περίφημο σλόγκαν του Κεμάλ Ατατούρκ, «Ne mutlu Türküm diyene»,  δηλαδή, «Τι ευτυχής να λέω πως είμαι Τούρκος» και το οποίο είναι το θεμέλιο της σημερινής τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Ο Τούρκος αρθογράφος περίγραψε με πρωτοφανή ειλικρίνεια την δική του περίπτωση. Ανέφερε πως η μητέρα του ήταν από την πάλαι  ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία και συγκεκριμένα από τα Σκόπια, ενώ ο πατέρας του είχε γεννηθεί στην Βουλγαρία. Μάλιστα θυμόνταν τα παιδικά του χρόνια, τότε που συζητούμε με την γιαγιά του και την ρωτούσε αν ήταν «Αρναούτισα», (δηλαδή αλβανικής καταγωγής) και το κυριότερο, αν ήταν μουσουλμάνα.  Και οι αναμνήσεις του συνεχίζονταν με την παραδοχή της γιαγιάς του πως δεν ήταν ούτε Τουρκάλα, ούτε μουσουλμανικής καταγωγής, αλλά με τις αναστατώσεις των Βαλκανίων του περασμένο αιώνα αυτή και οι δικοί της  έγιναν…Τούρκοι. Η γιαγιά του Χασάν Πουλούρ αρνούνταν πεισματικά να του πει ποια ήταν η προμουσουλμανική της καταγωγή. Φυσικό ήταν ο Χασάν Πουλούρ μετά από τόσα χρόνια να αναρωτιέται τι είναι ο ίδιος και αν είναι πράγματι Τούρκος, σύμφωνα με τις γνωστές καθεστωτικές απόψεις.
Εδώ, παίρνοντας αφορμή την περίπτωση του Πουλούρ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλη   η διαδικασία της ιστορικής μεταστροφής του θρησκευτικού χαρακτήρα των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, επειδή από την αρχική της δομή ήταν ατελής και συνάμα συχνά μόνο επιφανειακή, παρέμεινε μια σημαντική ιδιαιτερότητα που χαρακτήρισε το τουρκικό Ισλάμ, για να φτάσει στον εικοστό αιώνα και στα χρόνια μας, σαν ένα μεγάλο αλλά και φυλετικό-θρησκευτικό πρόβλημα της ίδιας της  εθνικής  ταυτότητας αυτού που καλούμε σήμερα τουρκικού λαού. Εδώ, σε αυτό το σημαντικό σημείο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η χαμένη θρησκευτικότητα της Μικράς Ασίας και το τίμημα της θρησκευτικής αποστασίας, πήραν την εκδίκηση τους, με το σημερινό πνευματικό αλλά και πραγματικό χάος της γειτονικής χώρας, που καλύπτεται επιδέξια χάρις  ενός απολυταρχικού  στρατοκρατικού μανδύα.
          Πράγματι τα τελευταία χρόνια  η αμφισβήτηση όλης αυτής της καθεστωτικής αντίληψης για την ταυτότητα του σημερνού Τούρκου έχει αρχίσει και παίρνει καταπληκτικές διαστάσεις, κάτι που σε άλλες δεκαετίες θα φαίνονταν εξωπραγματικό και το κυριότερο, εκδηλώνεται πλέον ανοιχτά σε όλα τα ΜΜΕ, όπως τύπος, τηλεόραση, στα πανεπιστήμια και σε σχετικά βιβλία.

                             ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 2004, το μεγαλύτερο ειδησεογραφικό τουρκικό κανάλι, το NTV σε μια πολιτιστική εκπομπή, έθιξε για πρώτη φορά με τόσο ανοιχτό τρόπο το ιστορικό ερώτημα, πότε ήρθαν οι Τούρκοι στην Ανατολία; Βέβαια το τουρκικό κανάλι δεν τόλμησε να αμφισβητήσει επίσημα τις κεμαλικές θεωρίες περί υπάρξεως των Τούρκων στην Μικρά Ασία από το… 2000 π. Χ, αλλά έθεσε πολλά ερωτήματα, όπως αυτά διατυπώνονται, (έτσι ανέφεραν στην εκπομπή), από την Ρωσική Ακαδημία και  την «Τουρκική Ένωση Αρχαιολόγων» που αμφισβητούσαν την ιστορική παρουσία των Τούρκων στην περιοχή από μια τόσο αρχαία εποχή.
Τον επόμενο χρόνο άρχισε μια νέα συζήτηση με αφορμή την δράση των διαφόρων προτεσταντικών αμερικανικών αποστολών στην Τουρκία και τον προσηλυτισμό, που με μεγάλη επιτυχία σε πολλές περιπτώσεις, έκαναν στον τοπικό πληθυσμό. Τα τουρκικά ΜΜΕ έγραφαν τότε ότι οι περισσότεροι που προσηλυτίζονταν δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να επιστρέψουν στην πατρογονική τους θρησκεία, (τουρκική επιθεώρηση «Ακτουέλ», Φεβρουάριος του 2003). Το γεγονός αυτό προκάλεσε την ανησυχία πολλών παραγόντων του τουρκικού καθεστώτος, αναγκάζοντας τον ίδιο τον τότε υπουργό Εσωτερικών, Αμπντούλκαντίρ Ακσού, να βγει και να δηλώσει δημόσια, (τουρκική εφημερίδα Σαμπάχ, 22 Μαρτίου του 2003), ότι στα τελευταία εφτά χρόνια μόνο 344 άτομα άλλαξαν την θρησκεία τους και από μουσουλμάνοι έγιναν χριστιανοί. Αυτό όμως ήταν η αρχή μιας μεγάλης συζήτησης γύρω από την εθνική και την θρησκευτική ταυτότητα που άνοιξε από τότε και μέχρι σήμερα συνεχίζεται με πολλά ενδιαφέροντα επεισόδια. 
Η συζήτηση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και στις 7 Δεκεμβρίου του 2005, η τουρκική εφημερίδα Ραντικάλ με ένα πρωτοσέλιδο άρθρο της φανέρωνε την έκταση που είχε πάρει το θέμα, αλλά και την αγωνία κάποιων καθεστωτικών παραγόντων που έβλεπαν να κλονίζεται όλο το οικοδόμημα της εθνικής τουρκικής ταυτότητας, που είχε οικοδομήσει με ομολογουμένως σκληρό τρόπο ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Το δημοσίευμα είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Türkiye kimlik sorununu çözebilir mi?», δηλαδή, « Μπορεί να επιλυθεί το πρόβλημα της τουρκικής ταυτότητας;». Το αποκαλυπτικό αυτό άρθρο αναφέρονταν και αυτό στην κεμαλική άποψη για την εντοπιότητα των Τούρκων, η οποία όμως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα αισθήματα αμφισβήτησης αλλά και ανασφάλειας των σημερινών κατοίκων της Τουρκίας. Την επόμενη μέρα ακριβώς, στην εφημερίδα Μιλιέτ ο πασίγνωστος Τούρκος δημοσιογράφος, Ταχά Ακγιόλ, γράφει ένα πολύ σημαντικό άρθρο με τον τίτλο, «Kimlik tartışması», δηλαδή « Η  διένεξη για την Ταυτότητα». Ο Τούρκος αρθογράφος ανάφερε ότι το 1931 ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, είχε  δώσει την εντολή  να συνταχτεί κατά κάποιο τρόπο ένα πόνημα, που θα ξεκαθάριζε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την σύνθεση της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Σήμερα, ομολόγησε ο Ακγιόλ, μετά από τόσα χρόνια, η αναφορά αυτή είχε αρχίσει να αμφισβητείται και μάλιστα οι επιπτώσεις από μια τέτοια αμφισβήτηση έχουν και… οικονομικές διαστάσεις.  Ο Ταχά Ακγιόλ έκανε μια περιληπτική ιστορική αναδρομή και αναφέρθηκε στην διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάρρευσης, όπως παραδέχτηκε, ήταν να σωρευτούν αρκετά ετερόκλητα στοιχεία που αποτελούν σήμερα τον κύριο κορμό της τουρκικής δημοκρατίας και έτσι δικαιολογούνται κάποιες «διαφοροποιήσεις», Αλλά το πιο σημαντικό σε αυτό το άρθρο ήταν πως για πρώτη φορά επισημαίνονταν ξεκάθαρα  οι κίνδυνοι από την συνέχιση μιας τέτοιας συζήτησης. Ο Τούρκος δημοσιογράφος της Μιλιέτ, τόνισε πως μεγάλοι πολιτικοί όπως οι Ντεμιρέλ, Οζάλ και ο σημερινός Ντενίζ Μπαϊκάλ, είχαν επισημαίνει στο παρελθόν αλλά ακόμα και σήμερα, τον μεγάλο, ίσως και θανάσιμο κίνδυνο, που διατρέχει η ίδια η ύπαρξη της Τουρκίας και η συνοχή του τουρκικού κράτους, από την αναμόχλευση τέτοιων θεμάτων, τα οποία ούτως η άλλως σε παλαιότερες εποχές αποτελούσαν ταμπού για το τουρκικό καθεστώς.  Ο Ταχά Ακγιόλ κατέληγε πως θα πρέπει να τονίζονταν όχι οι διασπαστικές τάσεις, αλλά οι ενοποιητικοί παράγοντες που συνθέτουν την χώρα.
Το θέμα όμως είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που για πρώτη φορά στην σύγχρονη τουρκική ιστορία απασχόλησε και το Εθνικό Συμβούλιο που συνεδρίασε στις 28 Δεκεμβρίου του 2005. Σε αυτό το Εθνικό Συμβούλιο, (στο οποίο όπως είναι γνωστό συμμετέχει όλη η τουρκική στρατιωτική ιεραρχία),  παρουσιάστηκε μια έκθεση από τον Τούρκο πρωθυπουργό Ταΐπ Ερντογάν, με τον τίτλο, «Ταυτότητα».  Στην έκθεση αυτή  αναφέρονταν οι κίνδυνοι που είχαν προκύψει τον τελευταίο καιρό από το άνοιγμα αυτής της συζήτησης.  Στην αναφορά-έκθεση αυτή δίνονταν το παράδειγμα αρκετών ευρωπαϊκών χωρών όπου συμβιώνουν διαφορετικές εθνότητες χωρίς να υπάρχει πρόβλημα στην συνοχή του κράτους. Στη τουρκική περίπτωση όμως υπάρχει, (όπως τονίστηκε στο Εθνικό Συμβούλιο ), το «αγκάθι» της «κουρδικής τρομοκρατίας», (έτσι χαρακτηρίζεται το κουρδικό κίνημα του ΡΡΚ) και για τον λόγο αυτό τέτοιες διενέξεις δημιουργούν άμεσο κίνδυνο για την συνοχή της Τουρκίας. Για τον λόγω αυτό επισημάνθηκε, (δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Χουριέτ, στις 29 Δεκεμβρίου 2005) η μεγάλη ανησυχία του καθεστώτος και της κυβέρνησης για τις τυχόν αποσταθεροποιητικές τάσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό το θέμα, Την επόμενη μέρα, δηλαδή τις 30 Δεκεμβρίου, στην ιδία τουρκική εφημερίδα επισημάνθηκε η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και της άμεσης σχέσης της με την θρησκευτική και γλωσσική ταυτότητα του σημερινού κατοίκου της Τουρκίας.

Το θέμα αφού ξεχάστηκε για μετρικούς μήνες επανήλθε  με πολύ εντυπωσιακό τρόπο τον επόμενο χρόνο. Συγκεκριμένα στις 27 Νοεμβρίου του 2006, μια Τουρκάλα καθηγήτρια της ιστορίας, η Νεσέ Οκτέμ, σε μια συνέντευξη της στην εφημερίδα Ραντικάλ με τίτλο, «Osmanlı Müslüman olmuş Bizanstır», δηλαδή, «Οι Οθωμανοί που εξισλαμίστηκαν ήταν Βυζαντινοί, (Ρωμιοί)», έθιγε κατ’ ευθεία το ζήτημα της καταγωγής των σημερινών Τούρκων. Η συνέντευξη αυτή που ούτε λίγο ούτε πολύ παραδέχονταν πως οι σημερινοί Τούρκοι είναι απόγονοι Ρωμιών-Βυζαντινών, προκάλεσε μεγάλη «τρικυμία» στα τουρκικά ΜΜΕ και όχι μόνο. Η Νεσέ Οκτέμ αναρωτιόνταν τι απέγιναν τα εκατομμύρια των Ρωμιών και Αρμενίων που ζούσανε επί αιώνες στην Μικρά Ασία πριν από την έλευση των Σελτζούκων και Οθωμανών. Και συνέχισε με άκρως αποκαλυπτικό τρόπο να εκθέτει τις απόψεις της, λέγοντας ότι το λιγότερο πέντε εκατομμύρια Ρωμιοί και Αρμένιοι υπήρχαν στην Μικρά Ασία οι οποίοι δεν ήταν δυνατόν να εξαφανιστούν. Μάλιστα έφτανε στο σημείο να ισχυριστεί πως ο πρόγονος της δεν ήταν ο Αττίλας, αλλά ο… Θαλής ο Μιλήσιος και ότι η καταγωγή της είναι από τους αρχαίους Έλληνες κατοίκους της Μικράς Ασίας. Η Τουρκάλα καθηγήτρια τάχτηκε και υπέρ της επαναλειτουργίας της θεολογικής Σχολής της Χάλκης, λέγοντας πως δεν νοείται μια δημοκρατία που δεν επιτρέπει τις θρησκευτικές μειονότητες να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Το θέμα όπως αναφέραμε προκάλεσε θύελλα συζητήσεων και στις 10 Φεβρουαρίου η ίδια τουρκική εφημερίδα, η Ραντικάλ, που είχε φιλοξενήσει την συνέντευξη της Τουρκάλας καθηγήτριας και με αφορμή την  δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου, Χρανκ Ντινκ, που είχε τότε συγκλονίσει την Τουρκία, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο, «Türk kimliği derin krize», δηλαδή « Σε βαθειά κρίση η τουρκική ταυτότητα». Στο δημοσίευμα αυτό αναφέρονταν πως οι ίδιοι οι εθνικιστές  με τις ενέργειες τους εντείνουν την μεγάλη κρίση που έχει προκύψει σχετικά με την τουρκική ταυτότητα και ότι η δολοφονία του Αρμένιου δημοσιογράφου και οι διαδηλώσεις που είχαν γίνει τότε με το σύνθημα, «Είμαστε όλοι Χρανκ Ντινκ»  και «είμαστε όλοι Αρμένιοι», ήταν ένα φυσικό ξέσπασμα μιας καταπιεσμένης ταυτότητας που δεν είχε επί τόσες δεκαετίες την δυνατότητα να εκδηλωθεί.

                             Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Και φτάνουμε πρόσφατα, στις 8 Αυγούστου του 2007, οπότε και έχουμε κυριολεκτικά ένα σεισμό για το ίδιο θέμα, που κυριολεκτικά ταρακούνησε της σημερινή Τουρκία και τις καθεστωτικές της αντιλήψεις περί καταγωγής και εντοπιότητας των σημερινών Τούρκων.  Ο γνωστός Τούρκος καθηγητής της ιστορίας, Γιουσούφ Χαλάτσογλου και πρόεδρος του «Ιδρύματος Τουρκικής Ιστορίας», γνωστός για τις κεμαλικές του απόψεις, γεγονός που του έδινε μεγάλη εγκυρότητα,  δήλωσε δημόσια σε μια ομιλία του πως  το 1924 στην Μικρά Ασία, 130.000 χριστιανοί, κυρίως Αρμένιοι, για να παραμείνουν στις πατρίδες τους αναγκάστηκα να δηλώσουν πως είναι μουσουλμάνοι και μάλιστα Αλεβίτες, μια θρησκευτική ταυτότητα που τους έδινε τις δυνατότητες να διαφοροποιηθούν από το επίσημο σουνιτικό θρησκευτικό δόγμα. Η δήλωση αυτή και μάλιστα από ένα κεμαλιστή ιστορικό που είχε διακριθεί για τους αγώνες του ενάντια στην αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, προκάλεσε πραγματικό σεισμό και έντονες αντιδράσεις από πολλούς καθεστωτικούς παράγοντες. Με τις δηλώσεις του αυτές ο ίδιος ο Χαλάτσογλου, κυριολεκτικά έδινε ένα καίριο χτύπημα σε όλο το οικοδόμημα της σημερινής τουρκικής ταυτότητας. Μάλιστα ο ίδιος είχε πεισμώσει σε τέτοιο βαθμό, που στη συνέχεια  αποκάλυψε πως είχε τα πιστοποιητικά και τα ονόματα αυτών που υποκρίθηκαν πως είχαν αλλάξει θρησκεία αλλά ήταν χριστιανοί, δεν τα δημοσιεύει όμως γιατί μια τέτοια ενέργεια, όπως το παραδέχτηκε χαρακτηριστικά, θα προκαλούσε εθνικό ψυχολογικό πρόβλημα καθώς θα αποκαλύπτονταν ότι χιλιάδες σημερινές οικογένειες έχουν χριστιανική καταγωγή. Αντιλαμβάνεται κανείς το τι επακολούθησε τις επόμενες μέρες. Πληθώρα άρθρων και γνωστοί  δημοσιογράφοι, αρθογράφοι και ιστορικοί, άρχισαν μια δημόσια διένεξη σχετικά με τις αποκαλύψεις του Χαλάτσογλου, φέρνοντας στην φόρα και άλλες μικρές αποκαλύψεις, όπως ότι στην Καισάρεια, στην Γιοζγκάτη, στη Σεβάστεια, πολλοί σημαίνοντες μουσουλμάνοι είναι χριστιανικής καταγωγής.
Στις 22 Αυγούστου ο γνωστός μας αρθογράφος της Μιλιέτ, Ταχά Ακγιόλ, επανερχόμενος στο θέμα έγραφε πως θα πρέπει να χαμηλώσουν οι τόνοι στο σημαντικό αυτό θέμα και ότι δεν αποκλείεται κάποιοι Αλεβίτες, ή άλλοι μουσουλμάνοι να έχουν χριστιανική ρωμαίικη ή αρμενική καταγωγή.  Παράλληλα ο Ταχά Ακγιόλ πρόσθετε ότι ο Χαλάτσογλου έκανε τις δηλώσεις του  θέλοντας κυρίως να τονίσει πως οι σημερινοί Κούρδοι της Ανατολίας έχουν τουρκμενική καταγωγή και συνεπώς δεν θα υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, αν  δοθεί η δυνατότητα να εκλεχθεί η καταγωγή των κουρδικών φυλών τής νοτιοανατολικής Τουρκίας.  Μετέφερε δηλαδή  με πολύ έξυπνο τρόπο το θέμα στο κουρδικό πρόβλημα, που είναι και το μεγαλύτερο όπως αναφέραμε «αγκάθι» σήμερα για την συνοχή και την ύπαρξη της Τουρκίας, με πρόδηλο σκοπό να ακυρώσει την κουρδική καταγωγή των Κούρδων της Τουρκίας.